κρινωνιά

κρινωνιά
κρινωνιά̱ , κρινωνιά
bed of lilies
fem nom/voc/acc dual
κρινωνιά̱ , κρινωνιά
bed of lilies
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρινωνιά — η (Α κρινωνιά) κρινώνας αρχ. κρίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον (τὸ), κατά το ροδωνιά*] …   Dictionary of Greek

  • κρινωνιαῖς — κρινωνιά bed of lilies fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρινωνιᾶς — κρινωνιά bed of lilies fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”